-
1 προσίημι
A- ήσομαι X.Cyr.7.1.13
: [tense] aor. 1 προσῆκα, [voice] Med. :— let come to,πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας X.An.4.5.5
, cf. Cyr.7.5.39; admit, POxy.1070.55 (iii A.D.); apply,ἀπειρηκότι τὰ προβόλια X.Cyn.10.21
.II more freq. in [voice] Med., let come to or near one, admit, προσίεσθαί τινα ἐς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς admit one into our society, Id.An.3.1.30;π. τινὰ εἰς ὁμιλίαν Pl.Phdr. 255a
; ἐγγὺς π. [τοὺς Ἕλληνας] let them approach, X. An.4.2.12;π. τὸν πόλεμον εἰς τὴν χώραν D.9.51
; of animals,ἵπποι χαλεπῶς π. ἃ πρόδηλα αὐτοῖς ἐστιν X.Eq.3.3
;τιθασεύεται καὶ π. τὰς χεῖρας Arist.HA 608a26
;π. τὰ παιδάρια τῷ μαστῷ Plu.Cat.Ma. 20
.2 admit, allow, believe,τοῦτο μὲν οὐδὲ προσίεμαι Hdt.1.75
;οὐ π. τὴν διαβολήν Id.6.123
;προσηκάμην τὸ ῥηθέν E.El. 622
; π. τὰ κεκηρυγμένα agree to the proposed terms, Th.4.38, cf. 108;τοῦτον [τρόπον] οὐδαμῇ προσίεμαι Pl.Phd. 97b
.b admit, accept, submit to,ξεινικὰ νόμαια Hdt.1.135
; ;ἧτταν X.Cyr. 3.3.45
; τὸ ὑπαίτιον εἶναί τινι οὐ πάνυ π. Id.Mem.2.8.5; π. φάρμακον take it, ib.4.2.17;ἡ ψυχὴ σῖτον οὐ προσίετο Id.Cyr.8.7.4
;οἶνον Alex.255.3
;προσήκατο ὁ δαίμων ἀντὶ ἀνθρώπου τὸν βοῦν Porph.Abst. 2.55
.c accept, allow, approve,τὴν προδοσίην Hdt.6.10
;τὸ δ' ἄκαιρον.. μὴ προσείμαν E.Fr. 893
(lyr.);τὰ αἰσχρὰ ἥκιστα προσίεσθαι X.Mem.2.6.18
;οὐδαμῇ π. οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον Id.An.5.5.3
;πονηρίαν D.25.1
; κακὸν οὐδὲν οὐδ' αἰσχρὸν π. X.Cyr.7.1.13.3 c. inf., undertake, venture to do, Pl.Lg. 908b, X.Mem.2.7.11; προσεῖτ' ἂν ἀποθανεῖν would submit to death, Alex.193;π. κακίονες ἢ πρόσθεν γενέσθαι X.Cyr.7.5.83
.4 c. acc. pers., attach to oneself, attract, οὐδὲν προσίετό μιν nothing moved or pleased him, Hdt.1.48; ἓν δ' οὐ προσίεταί με one thing pleases me not, Ar.Eq. 359; ; προσίεται (sc. Laïs)..καὶ γέροντα καὶ νέον Epicr.3.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσίημι
См. также в других словарях:
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek